- οσοσδηποτε
- ὁσοσδήποτεὁσοσ-δήποτεион. ὁσοσδήκοτε 3тж. раздельно какой-то, количественно определенный
(στρατοῦ μοῖρα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στρατοῦ μοῖρα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οσοσδήποτε — οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε αντων. αναφ., όσος κι αν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οσηδήποτε — οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε αντων. αναφ., όσος κι αν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οσοδήποτε — οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε αντων. αναφ., όσος κι αν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek